- κῑβωτοποιός
- κῑβωτο-ποιός, Kisten machend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κιβωτοποιός — κιβωτοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κιβωτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + ποιος (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κιβωτοποιός — maker of chests masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβωτοποιῶν — κιβωτοποιός maker of chests masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό … Dictionary of Greek